- εἰρωνευτής
- εἰρων-ευτής, οῦ, ὁ,A = εἴρων, Timo 25.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰρωνευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνευτής — ο (θηλ. ειρωνεύτρια και ειρωνεύτρα, η) (Α εἰρωνευτής) ο είρωνας … Dictionary of Greek